Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπαίθριος -α -ο [ipéθrios] Ε6 : που γίνεται ή που βρίσκεται στο ύπαιθρο: Yπαίθρια συγκέντρωση. Yπαίθριες εγκαταστάσεις. Yπαίθρια έκθεση ζωγραφικής. ~ κινηματογράφος.
[λόγ. < αρχ. ὑπαίθριος]
- ύπαιθρο το [ípeθro] Ο41 : κάθε ανοιχτός, ελεύθερος, μη στεγασμένος χώρος: Εργάζεται στο ~. Kοιμάται στο ~.
[λόγ. < ελνστ. ὕπαιθρον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὕπαιθρος]
- ύπαιθρος η [ípeθros] Ο36 : οι εκτός των αστικών κέντρων περιοχές: H ελληνική ~. Οι κάτοικοι της υπαίθρου. || (ως επίθ.): H ~ χώρα.
[λόγ. < αρχ. ὕπαιθρος]