Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπαγ
4 εγγραφές [1 - 4]
υπαγόρευση η [ipaγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του υπαγορεύω: H ~ ήταν αργή και καθαρή. Mιλούσε σε ρυθμό υπαγορεύσεως. (λόγ. έκφρ.) καθ΄ υπαγόρευσιν: Kείμενο καθ΄ υπαγόρευσιν, και ως ΦΡ για κπ. που δεν ενεργεί αυτόβουλα.

[λόγ. < ελνστ. ὑπαγόρευ(σις) `υπόδειξη΄ -ση κατά τη σημ. του υπαγορεύω1]

υπαγορεύω [ipaγorévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.εκφωνώ δυνατά και αργά ένα κείμενο σε κπ. για να το γράψει: ~ την ορθογραφία. Θα σου υπαγορεύσω μια εμπορική επιστολή. Tο θέμα των εξετάσεων δεν υπαγορεύτηκε σωστά. 2. για ηθική ή άλλη επιταγή, υποδεικνύω και επιβάλλω σε κπ. έναν ορισμέ νο τρόπο ενέργειας: Θα κάνω αυτό που μου υπαγορεύει η συνείδησή μου / ό,τι μου υπαγορεύουν οι πεποιθήσεις μου. H λύση αυτή υπαγορεύτηκε από την αρχή της δικαιοσύνης / από λόγους σκοπιμότητας. H κρίσιμη κατάσταση υπαγόρευσε τη λήψη άμεσων μέτρων. || H μορφή της οικοδομής υπαγορεύτηκε από την επιθυμία να εξασφαλιστεί σε όλα τα διαμερίσμα τα θέα προς τη θάλασσα.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑπαγορεύω· 2: ελνστ. σημ.]

υπάγω [ipáγo] -ομαι Ρ πρτ. υπήγα, αόρ. υπήγαγα, απαρέμφ. υπαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) υπάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπήχθη, υπήχθησαν, απαρέμφ. υπαχθεί : I.εντάσσω κπ. ή κτ. σε μια ιεραρχημένη σειρά, συνήθ. υπό τη δικαιοδοσία κάποιου άλλου: H Aρχαιολογική Yπηρεσία υπάγεται στο Yπουργείο Πολιτισμού. II. (λόγ.) πηγαίνω, στη ΦΡ ύπαγε οπίσω μου Σατανά*.

[λόγ. < αρχ. ὑπάγω `φέρνω κάτω από΄]

υπαγωγή η [ipaγojí] Ο29 : 1.ένταξη σε μια ιεραρχημένη σειρά: ~ στη δικαιοδοσία κάποιου. ~ όλων των υπηρεσιών υπό ενιαία διοίκηση. 2. κατάταξη σε ένα ευρύτερο σύνολο: H ~ των καλλυντικών στα είδη πολυτελείας. || ~ λήμματος, ένταξη δευτερεύοντος λήμματος σε πρωτεύον.

[λόγ. < αρχ. ὑπαγωγή `βαθμιαία οδήγηση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες