Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέχω
1 εγγραφή
υπέχω [ipéxo] Ρ πρτ. υπείχα : (λόγ.) στη θέση του έχω σε εκφορές όπως: ~ ευθύνη(ν).

[λόγ. < αρχ. φρ. ὑπέχω εὐθύνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες