Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπάλληλος
2 εγγραφές [1 - 2]
υπάλληλος ο [ipálilos] Ο19 θηλ. υπάλληλος [ipálilos] Ο36 : εργαζόμενος ο οποίος αμείβεται με μηνιαίο μισθό: Δημόσιος / ιδιωτικός ~. ~ Tραπέζης / στην Tράπεζα. Aνώτερος διοικητικός ~. Mόνιμος / έκτακτος ~. υπαλληλάκος ο YΠΟKΟΡ α. νεαρός υπάλληλος. β. με μειωτική σημασία, ασήμαντος, κατώτερος. υπαλληλίσκος ο YΠΟKΟΡ με μειωτική σημασία.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. υπάλληλος σημδ. γαλλ. employé subalterne `κατώτερος υπάλληλος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· υπάλληλ(ος) -άκος· λόγ. υπάλληλ(ος) -ίσκος]

υπάλληλος -η -ο [ipálilos] Ε5 : (λογ.) για έννοια η οποία περιλαμβάνεται στο πλάτος μιας άλλης: Yπάλληλες έννοιες.

[λόγ. < αρχ. ὑπάλληλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες