Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπάκουος
1 εγγραφή
υπάκουος -η -ο [ipákuos] Ε5 : που συμμορφώνεται οικειοθελώς προς τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις διαταγές κάποιου, που από τη φύση του έχει την τάση να υπακούει· πειθαρχικός. ANT ανυπάκουος: Yπάκουο παιδί / σκυλί. Tο πλήθος υπάκουο διαλύθηκε ήσυχα.

[ελνστ. ὑπακουός με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες