Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υλιστής
1 εγγραφή
υλιστής ο [ilistís] Ο7 θηλ. υλίστρια [ilístria] Ο27 : οπαδός του υλισμού. || αυτός που ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση μόνο των υλικών του αναγκών.

[λόγ. υλ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. matérialiste· λόγ. υλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες