Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υδρο-
1 εγγραφή
υδρο- [iδro] & υδρό- [iδró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & υδρ- [iδr], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : το λόγιο ουσ. ύδωρ ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά επιστημονικές λέξεις· (πρβ. υδατο-, νερο-). I. με τα σημασιολογικά στοιχεία της λέξης νερό: 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο νερό: υδραγωγός, υδραντλία, υδρατμός, αγωγός, αντλία κτλ. νερού. β. γίνεται, κινείται, παράγεται με τη βοήθεια νερού: ~θεραπεία, υδρόμυλος. ~ηλεκτρικός. γ. έχει ως αντικείμενό του το νερό: υδρόφιλος, υδρόφοβος· ~δότηση, ~φοβία· ~δοτώ. δ. έχει ως κύριο συστατικό του το νερό: υδρόχρωμα. ε. σε εναλλαγή με το υδατο-: ~μετρία, ~λογία, υδατομετρία, υδατολογία. 2. (επιστ.) δηλώνει ότι το νε ρό (ποταμός, λίμνη, θάλασσα) είναι το φυσικό περιβάλλον του ζώου ή του φυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: υδραράχνη, υδρόζωα, ~πτερίδες· υδρόβιος, ~χαρής. II. (επιστ.) με τα σημασιολογικά στοιχεία της λέξης υγρό: (φυσ.) ~δυναμική, ~στατική· (ιατρ.) δηλώνει τη συγκέντρωση ή κατακράτηση υγρού στο σημείο του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θώρακας, ~μηνιγγίτιδα, ~νέφρωση, ~πλευρίτιδα, ~σαλπιγγίτιδα· εναλλάσσεται με το υδατο-: ~κύστωμα, που αποτελείται από υγρό. III. (χημ.) σε χημικές ενώσεις δηλώνει την ύπαρξη υδρογόνου ή την παρουσία του στη διαδικασία σχηματισμού μιας ένωσης: ~φθόριο, ~χλώριο· υδρόλυση.

[λόγ. < αρχ. ὑδρ(ο)- θ. της λ. ὕδωρ ως α' συνθ.: αρχ. ὑδρο-πότης, ελνστ. ὑδρο-φοβία, μσν. υδρό-βιος & διεθ. hydro- < αρχ. ὑδρο-: υδρο-θεραπεία, υδρο-ηλεκτρικός, υδρο-βιολογία, υδρο-δυναμική, υδρό-φιλος < γαλλ. hydrothérapie, hydrobiologie, hydrodynamique, hydrophile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες