Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδροστατική η [iδrostatikí] Ο29 : κλάδος της μηχανικής ο οποίος μελετά την ισορροπία και την πίεση των υγρών.
[λόγ. < γαλλ. hydrostatique < hydro- = υδρο- + statique = στατική]
- υδροστατικός -ή -ό [iδrostatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την υδροστατική: Nόμοι της υδροστατικής πίεσης. Yδροστατική στάθμη.
[λόγ. υδροστατ(ική) -ικός]