Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδρονομέας ο [iδronoméas] Ο21 : υπάλληλος της Yπηρεσίας Ύδρευσης, αρμόδιος για τη ρύθμιση της διανομής του νερού.
[λόγ. υδρο- + αρχ. νομ(εύς) `αυτός που μοιράζει΄ -έας (κατά το διανομεύς)]