Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υδρατμός
1 εγγραφή
υδρατμός ο [iδratmós] Ο17 : ατμός νερού: Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας. H κουζίνα γέμισε υδρατμούς.

[λόγ. υδρ(ο)- + ατμός μτφρδ. αγγλ. water vapour]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες