Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδατόπτωση η [iδatóptosi] Ο33 : πτώση από μεγάλο ύψος όγκων νερού: Εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
[λόγ. υδατο- + πτώ(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. waterfall]