Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υγραντήρας ο [iγrandíras] Ο2 : συσκευή που παράγει υδρατμούς για την ύγρανση της ξερής ατμόσφαιρας.
[λόγ. υγραν- (υγραίνω) -τήρας μτφρδ. αγγλ. moisturizer]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. υγραν- (υγραίνω) -τήρας μτφρδ. αγγλ. moisturizer]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |