Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υβρίδιο
1 εγγραφή
υβρίδιο το [ivríδio] Ο42 : (επιστ.) 1. (βιολ.) κάθε ζωντανός οργανισμός που προέρχεται από διασταύρωση: Yβρίδια καλαμποκιού. 2. για το αποτέλεσμα της συνένωσης ή συνύπαρξης δύο διαφορετικών στοιχείων. || (γλωσσ.) λέξη που σχηματίζεται από στοιχεία δύο διαφορετικών γλωσσών.

[λόγ. < γαλλ. hybrid(e) -ιον (ορθογρ. δαν.) < λατ. hybrida `γόνος μεικτής καταγωγής΄ < hibrida με παρετυμ. αρχ. ὕβρις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες