Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τύρφη
1 εγγραφή
τύρφη η [tírfi] Ο30 : ορυκτό που αποτελείται κυρίως από άνθρακα, έχει χρώμα καστανό, παράγεται από ποώδη φυτά που βρίσκονται σε ελώδεις εκτάσεις και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη· ποάνθρακας.

[λόγ. < αγγλ. turf (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες