Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τύρβη η [tírvi] Ο30 : (λόγ.) θόρυβος, φασαρία που δημιουργεί ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση: Θέλει να ζήσει μακριά από την ~ της πόλης.
[λόγ. < αρχ. τύρβη]