Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τύρβη
1 εγγραφή
τύρβη η [tírvi] Ο30 : (λόγ.) θόρυβος, φασαρία που δημιουργεί ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση: Θέλει να ζήσει μακριά από την ~ της πόλης.

[λόγ. < αρχ. τύρβη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες