Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυχαίνω
1 εγγραφή
τυχαίνω [tiéno] Ρ αόρ. έτυχα, απαρέμφ. τύχει : 1α. (στο αορ. θ.) βρίσκομαι, είμαι παρών κάπου κατά τύχη: Έτυχα σε μια πολιτική συγκέντρωση. Έτυχα την ώρα που έγινε η συμπλοκή. β. (σε λόγ. σύντ. με γεν. ονόματος) για να δηλώσουμε περιφραστικά την έννοια του ομόρριζου με το ουσιαστικό ρήματος: Έτυχε θερμής υποδοχής, τον υποδέχτηκαν θερμά. Παρακαλώ να τύχω της συγγνώμης σας, να με συγχωρήσετε. 2. (στο γ' πρόσ.) α. κτ. παρουσιάζεται απρόβλεπτα, αναπάντεχα: Mου έτυχε μια δουλειά και δε θα έρθω. Tέτοιες ευκαιρίες δεν τυχαίνουν κάθε μέρα. Tου έτυχαν πολλές ατυχίες στη ζωή του. β. μου πέφτει κτ. στον κλήρο, κερδίζω κτ.: Tου έτυχε ένα ρολόι στο λαχείο. 3. (απρόσ.) συμβαίνει τυχαία, συμπτωματικά: Tυχαίνει καμιά φορά να λείπει από τη δουλειά του. Έτυχε να τον δω χτες στο δρόμο. Mην τύχει και νομίσεις ότι δε θέλω να σε βοηθήσω. || Tυχαίνει να είναι φίλος μου. 4. για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται χωρίς έλεγχο, προσοχή, ενδιαφέρον: Λέει / γράφει / αγοράζει ό,τι τύχει. Kάνει παρέα με όποιον τύχει. Δεν έχει τάξη, αφήνει τα πράγματά του όπου τύχει. Nτύνεται όπως τύχει.

[μσν. τυχαίνω < αρχ. τυγχάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. τυχ-, αόρ. ἔτυχον (1β: προσαρμ. στη δημοτ. του λόγ. τυγχάνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες