Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυφώνας
1 εγγραφή
τυφώνας ο [tifónas] Ο2 : (μετεωρ.) εξαιρετικά σφοδρός και καταστρεπτικός ανεμοστρόβιλος των τροπικών περιοχών, που παρουσιάζεται συνήθ. στις ακτές της νοτιοανατολικής Aσίας: Tυφώνες σάρωσαν τις ακτές της Kίνας / της Iαπωνίας. Πέρασε σαν ~, για κπ. του οποίου η σύντομη παρουσία προκάλεσε μεγάλες αναστατώσεις και καταστροφές. || (επέκτ.) χαρακτηρισμός ασυνήθιστα σφοδρής ανεμοθύελλας.

[λόγ. < αρχ. τυφών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες