Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυφλοσούρτης
1 εγγραφή
τυφλοσούρτης ο [tiflosúrtis] & τυφλοσύρτης ο [tiflosírtis] Ο10 : (οικ., μειωτ.) α. σχολικό βοήθημα που δίνει έτοιμες λύσεις, χωρίς να αυτενεργεί ο μαθητής: Έκανε τη μετάφραση του κειμένου / έλυσε τα προβλήματα από τον τυφλοσούρτη. β. μικρός οδηγός με πρακτικές λύσεις για διάφορα προβλήματα, που απευθύνεται σε άπειρους ερασιτέχνες: Πλέκει / μαγειρεύει με τον τυφλοσούρτη.

[τυφλ(ός) -ο- + σούρ(νω) -της· τυφλ(ός) -ο- + συρ- (σέρνω) -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες