Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυρός ο [tirós] Ο17 : (λόγ.) τυρί. (έκφρ.) μεταξύ τυρού και αχλαδίου / αχλαδιού, για ευκαιριακή και όχι διεξοδική συζήτηση ενός σοβαρού θέματος.
[λόγ. < αρχ. τυρός]