Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυπωτικός -ή -ό [tipotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το τύπωμα, με την εκτύπωση· εκτυπωτικός: Tυπωτικές εργασίες. || (ως ουσ.) τα τυπωτικά, τα έξοδα για την εκτύπωση.
[λόγ. < ελνστ. τυπωτικός `κατάλληλος να δώσει φόρμα΄, κατά την αλλ. της σημ. της λ. τύπος 2]



