Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυπολάτρης
1 εγγραφή
τυπολάτρης ο [tipolátris] Ο10 θηλ. τυπολάτρισσα [tipolátrisa] Ο27 : (μειωτ.) αυτός που δίνει υπερβολική σημασία στους τύπους και συνήθ. αδιαφορεί για την ουσία.

[λόγ. τύπ(ος)1I4 -ο- + -λάτρης· λόγ. τυπολάτρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες