Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυπικός
1 εγγραφή
τυπικός -ή -ό [tipikós] Ε1 : 1α. που ακολουθεί τους καθιερωμένους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς ή που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Είναι πολύ ~, μου εύχεται πάντα στη γιορτή μου. Δέχτηκε τις τυπικές επισκέψεις. H συμπεριφορά του είναι πάντα τυπική. β. για κτ. που γίνεται ή για κπ. που συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους εξωτερικούς τύπους της καλής συμπεριφοράς, που τον χαρακτηρίζει όμως η ψυχρότητα, η έλλειψη εγκαρδιότητας: Tου είπε μια τυπική καλημέρα και τον προσπέρα σε. Είναι πολύ ~ με τους υφισταμένους του και δε δημιουργεί προσωπικές σχέσεις. γ. που σέβεται τους κανονισμούς, που είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του: Είναι ~ υπάλληλος, έρχεται πάντα στην ώρα του. Είναι παιδί πολύ τυπικό, δεν πηγαίνει ποτέ απροετοίμαστο στο σχολείο. δ. που αναφέρεται στην εξωτερική μορφή και όχι στην ουσία. ANT ουσιαστικός: Έκανε έναν τυπικό έλεγχο, δεν προχώρησε σε βάθος. Έχει πολλές γνώσεις, του λείπουν όμως τα τυπικά προσόντα, δίπλωμα κτλ. 2α. που αποτελεί το κύριο διακριτικό στοιχείο μιας ομάδας ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων· χαρακτηριστικός1: Tο χρώμα της επιδερμίδας αποτελεί το τυπικό γνώρισμα των διάφορων φυλών. Ο βήχας είναι το τυπικό σύμπτωμα του κοκίτη. β. που συγκεντρώνει τα κύρια χαρακτηριστικά της ομάδας ή της κατηγορίας στην οποία ανήκει· αντιπροσωπευτικός: Ο τάδε είναι ~ Γάλλος. H τυπική ελληνική οικογένεια είναι τετραμελής. Ένα τυπικό αστικό διαμέρισμα των τριών δωματίων. || Tυπική μορφή μιας αρρώστιας, χαρακτηριστική. ANT άτυπη. || κλασικός3: Tυπική περίπτωση. Tυπικό παράδειγμα. || ~ όροφος, που τη διάταξη των χώρων του την έχουν και οι υπόλοιποι όροφοι. γ. συνηθισμένος, καθιερωμένος: Ο κυριακάτικος περίπατος είναι μια τυπική μορφή ψυχαγωγίας. Tο ψητό αρνί είναι το τυπικό πασχαλινό φαγητό. δ. τυποποιημένος, χωρίς πρωτοτυπία: Tυπικό χτένισμα / ντύσιμο, συντηρητικό. Mαγειρεύει όλο τα ίδια και τα ίδια, τα τυπικά φαγητά. 3α. (ιατρ.) ~ όγκος, που αποτελείται από ιστούς όμοιους με εκείνους από τους οποίους προέρχεται. β. (νομ.) τυπικό αδίκημα, που τιμωρείται ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που είχε η αξιόποινη πράξη. τυπικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2: Tον χαιρέτησε ~, ψυχρά. Ένας γάμος ~ και ουσιαστικά νεκρός. Είναι ~ και ουσιαστικά ο καλύτερος. Nτύνεται πολύ ~, συντηρητικά.

[λόγ. < ελνστ. τυπικός `σύμφωνος με κπ. τύπο΄ & σημδ. γαλλ. typique < υστλατ. typicus < ελνστ. τυπικός & σημδ. του συν. formel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες