Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυπάς
1 εγγραφή
τυπάς ο [tipás] Ο1 θηλ. τύπισσα [típisa] Ο27 : (λαϊκ.) 1. άτομο με ολοκληρωμένη προσωπικότητα και χαρακτηριστικό, προσωπικό στιλ: Πολύ τύπισσα η δικιά σου! 2. για άνθρωπο άγνωστο ή σχεδόν άγνωστο που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη· τύπος 1. Ήταν κάτι τυπάδες έξω από το μαγαζί και δε μας άφηναν να μπούμε.

[τύπ(ος)1 -άς· τυπ(άς) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες