Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσότρα
1 εγγραφή
τσότρα η [tsótra] Ο25α : (λαϊκότρ.) ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό.

[αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες