Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσοπανόπουλο
1 εγγραφή
τσοπανόπουλο το [tsopanópulo] & τσομπανόπουλο το [tsobanópulo] Ο41 : α. μικρός τσοπάνης· τσοπανάκος. β. ο γιος του τσοπάνη. γ. (πληθ.) μικροί τσοπάνηδες ή παιδιά τσοπάνη, ανεξαρτήτως φύλου.

[τσοπάν(ος), τσομπάν(ος) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες