Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσοπάνης
1 εγγραφή
τσοπάνης ο [tsopánis] & τσομπάνης ο [tsobánis] Ο11 & τσοπάνος ο [tso pános] & τσομπάνος ο [tsobános] Ο18 πληθ. και τσοπαναραίοι και τσομπαναραίοι θηλ. τσοπάνισσα [tsopánisa] & τσομπάνισσα [tsobánisa] Ο27 : α. (οικ.) αυτός που φυλάει τα πρόβατα και τα γίδια όταν βόσκουν και γενικότερα, αυτός που ασχολείται με την εκτροφή τους· βοσκός: H κάπα / η γκλίτσα / η καλύβα του τσοπάνη. Οι τσοπαναραίοι κατεβαίνουν στα χειμαδιά. β. (μειωτ.) για άνθρωπο αγροίκο, άξεστο. τσοπανάκος ο YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. çoban -ης, -ος και αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.· τσοπάν(ης), τσομπάν(ης) -ισσα· τσοπάν(ος) -άκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες