Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιτακισμός
1 εγγραφή
τσιτακισμός ο [tsitakizmós] Ο17 : (γλωσσ.) η προφορά του [k] ως [ts] και του [g] ως [dz] όταν ακολουθεί [e] ή [i], π.χ. κυλώ > *τσυλώ (από όπου το τσουλώ).

[λόγ. < τσι κατά το ητακισμός με ανάλυση η-τακισμός : τσι-τακισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες