Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιρλιό
1 εγγραφή
τσιρλιό το [tsirló] Ο38 : (οικ.) διάρροια· τσίρλα: Έφαγε πολλά σύκα και τον έπιασε ~. Tον έπιασε ~ από το φόβο.

[τσιρλ(ώ δες στο τσίρλα) -ιό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες