Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιράκι
1 εγγραφή
τσιράκι το [tsiráki] Ο44 : 1. (παρωχ.) μαθητευόμενος τεχνίτης: Ο μάστορας με το ~ του. Mπήκε ~ σ΄ ένα μαραγκούδικο. 2. (μειωτ.) αυτός που έχει προσκολληθεί σε κπ. ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος: Ο κομματάρχης και τα τσιράκια του. Έγινε / είναι ~ του καθηγητή / του υπουργού.

[τουρκ. çιrak (στη σημ. 1) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες