Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσινάω [tsináo] & -ώ Ρ10.1α μππ. τσινισμένος στη σημ. 2α : 1. (για ζώα) α. αγριεύω και κλοτσάω: Mην πλησιάζεις το άλογο / το μουλάρι / το γαϊδούρι, γιατί τσινάει. β. τσιγκλάω1. 2. (μτφ., οικ., για άνθρ.) α. εκνευρίζομαι και αντιδρώ αρνητικά· δυστροπώ: Mην τον ζορίζεις να δουλέψει γιατί θα τσινήσει. β. τσιγκλάω2.
[μσν. τσιν(ώ) μεταπλ. -άω < *τινώ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] < τινάζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τιναξ-]