Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιμπιά η [tsimbjá] Ο24 : α. το πιάσιμο του δέρματος και της σάρκας ανάμεσα στα δάχτυλα, με ταυτόχρονη πίεση που προκαλεί πόνο: Tου έδωσε μια ~ στο μάγουλο / στο χέρι και του το μαύρισε. Στριφτή ~. β. το σημάδι που αφήνει η τσιμπιά: Mελάνιασε η ~.
[τσιμπ(ώ) -ιά]



