Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιγαρίδα
1 εγγραφή
τσιγαρίδα η [tsiγaríδa] Ο26 : 1. (συνήθ. πληθ.) κομμάτια χοιρινού λίπους ξεροτηγανισμένα. 2. (μτφ.) για πολύ λεπτό άνθρωπο.

[τσιγαρ(ίζω) -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες