Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαρδί το [tsarδí] Ο43 : (οικ.) καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια. || (επέκτ.) πρόχειρα φτιαγμένο σπιτάκι: Έστησε το ~ του κοντά στη θάλασσα.
τσαρδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çardak -ι που θεωρήθηκε υποκορ.: τσαρδ(άκι) -ι (αναδρ. σχημ.)]