Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαπερδόνα
1 εγγραφή
τσαπερδόνα η [tsaperδóna] Ο25α : (οικ.) για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη και καταφερτζού: Είναι αυτή μια ~!

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες