Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαπαρί
1 εγγραφή
τσαπαρί το [tsaparí] Ο43 : πετονιά με πολλά αγκίστρια για ψάρεμα στην επιφάνεια του νερού και ο τρόπος ψαρέματος που γίνεται με αυτή.

[ίσως βεν. *chiaparin < ρ. chiapar `πιάνω, αρπάζω΄ με τροπή [k5a > tsιa > tsa] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες