Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαμπουνάω [tsabunáo] & -ώ Ρ10.1α : (λαϊκ., προφ.) μιλώ πολύ και ανόη τα: Tι σαχλαμάρες μάς τσαμπουνάς;
[μσν. τσαμπουν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσαμπουνισ- < τσαμπούν(α) -ίζω]