Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαλαβούτας ο [tsalavútas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) 1. αυτός που περπατάει άτσαλα στα νερά και στις λάσπες. 2. (μτφ.) αυτός που δουλεύει ακατάστατα, χωρίς προσοχή και σύστημα.
[τσαλαβουτ(ώ) -ας (αναδρ. σχημ.)]