Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαλαβούτας
1 εγγραφή
τσαλαβούτας ο [tsalavútas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) 1. αυτός που περπατάει άτσαλα στα νερά και στις λάσπες. 2. (μτφ.) αυτός που δουλεύει ακατάστατα, χωρίς προσοχή και σύστημα.

[τσαλαβουτ(ώ) -ας (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες