Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακωμός
1 εγγραφή
τσακωμός ο [tsakomós] Ο17 : η ενέργεια του τσακώνομαι· καβγάς: Έγινε μεγάλος ~ χωρίς λόγο. Aτέλειωτοι τσακωμοί για το μοίρασμα της περιουσίας.

[τσακώ(νομαι) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες