Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακμακόπετρα
1 εγγραφή
τσακμακόπετρα η [tsakmakópetra] Ο27α : είδος πέτρας που παράγει σπινθήρες, όταν τη χτυπάμε με ένα πολύ σκληρό αντικείμενο, ιδίως με τον πριόβολο και που τη χρησιμοποιούν στα τσακμάκια.

[τσακμάκ(ι) -ο- + πέτρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες