Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσίτα
3 εγγραφές [1 - 3]
τσίτα η [tsíta] Ο25 (χωρίς πληθ.) : 1. (προφ.) σε εκφράσεις (είμαι) στην ~, βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση. έχω κπ. στην ~, τον υποχρεώνω να βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση: Tο αφεντικό τούς έχει όλους στην ~. 2. (ως επίρρ.) τσιτωτά, τεντωτά: Tα σεντόνια είναι ~ στο κρεβάτι. || ~ ~, για κτ. πολύ στενό, που φτάνει μόλις και μετά βίας: H μπλούζα μού έρχεται ~ ~.

[ίσως τσιτ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

τσιτακισμός ο [tsitakizmós] Ο17 : (γλωσσ.) η προφορά του [k] ως [ts] και του [g] ως [dz] όταν ακολουθεί [e] ή [i], π.χ. κυλώ > *τσυλώ (από όπου το τσουλώ).

[λόγ. < τσι κατά το ητακισμός με ανάλυση η-τακισμός : τσι-τακισμός]

τσιτάτο το [tsitáto] Ο39 : απόσπασμα από το έργο συγγραφέα ή άλλης γνωστής προσωπικότητας, που το αναφέρει κάποιος για να στηρίξει τις απόψεις του, συνήθ. ειρωνικά ή επικριτικά: Mιλάει με τσιτάτα, με συνεχείς αναφορές σε κείμενα, κυρίως πολιτικά.

[λόγ. < γερμ. Zitat -ον < λατ. citare (μππ. citatus) `ανακαλώ γρήγορα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες