Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσίμα
1 εγγραφή
τσίμα [tsíma] επίρρ. : για κτ. που δεν είναι αρκετό και φτάνει μόλις και μετά βίας, μόνο στη ΦΡ ~ ~: Tα φέρνουμε ~ ~ με το μισθό. ~ ~ ήρθε το φαγητό. Φτάσαμε ~ ~, τη στιγμή που έφευγε το τρένο. ~ ~ της έρχεται η μπλούζα, είναι πολύ στενή.

[αντδ. < ιταλ. cima `κορφή, άκρη σκοινιού, μικρό σκοινί΄ < λατ. cyma < ελνστ. κῦμα στη σημ.: `νεαρός βλαστός΄, με επανάληψη κατά το κοντά κοντά ή < σιμά σιμά με ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] και υποχωρ. κατά τα άλλα επιρρ. (σύγκρ. λάου λάου)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες