Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάτσος
1 εγγραφή
τσάτσος ο [tsátsos] Ο18 : (λαϊκ.) 1. ρουφιάνος. 2. αυτός που χρησιμοποιεί μέσο για να πετύχει κτ.

[τσάτσ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες