Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάκωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
τσάκωμα 1 το [tsákoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του τσακώνω· πιάσιμο, σύλληψη.

[τσακώ(νω) -μα]

τσάκωμα 2 το (συνήθ. πληθ.) : καβγάδες, μαλώματα: Άρχισαν πάλι τις φωνές και τα τσακώματα.

[τσακώ(νομαι) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες