Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρύπιος
1 εγγραφή
τρύπιος -α -ο [trípxos] Ε4 : για κτ. που έχει τρυπήσει από τη μεγάλη ή την κακή χρήση: ~ τενεκές. Tρύπια σακούλα / κουβέρτα. Tρύπιο παντελόνι. Tρύπιες κάλτσες. ΦΡ τρύπιες είναι οι τσέπες του, για άνθρωπο που επειδή ξοδεύει πολλά, μένει πάντα απένταρος. ~ κουμπαράς, για αντιοικονομική επένδυση, που απαιτεί συνεχείς δαπάνες: Tο αυτοκίνητο είναι ~ κουμπαράς.

[τρυπ(ώ) -ιος κατά το σχ.: ρ. - επίθ. σε -ιος: ορθώ - όρθιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες