Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τροχοφόρος -α -ο [troxofóros] Ε4 : που κινείται με τροχούς, κυρ. ως ουσ. το τροχοφόρο, χερσαίο μεταφορικό μέσο που κινείται με ρόδες, όχι επά νω σε σιδηροτροχιές, όπως π.χ. η άμαξα, η μοτοσικλέτα και κυρίως το αυτοκίνητο: Στους πεζόδρομους απαγορεύεται η κίνηση των τροχοφόρων. H κίνηση των τροχοφόρων επιτρέπεται ως τις έξι το απόγευμα· μετά ο δρόμος πεζοδρομείται.
[λόγ. τροχ(ός) -ο- + -φόρος]