Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροχιόδρομος
1 εγγραφή
τροχιόδρομος ο [troxióδromos] Ο19 : (παρωχ.) τραμ: Hλεκτροκίνητος ~.

[λόγ. τροχι(ά) -ο- + -δρομος μτφρδ. αγγλ. tramway]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες