Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροχαίος
2 εγγραφές [1 - 2]
τροχαίος ο [troxéos] Ο18 : (μετρ.) μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία τονισμένη και μία άτονη. || (στην αρχ. ελλην. μετρ.) η εναλλαγή μακρόχρονης και βραχύχρονης συλλαβής.

[λόγ. < αρχ. τρο χαῖος]

τροχαίος -α -ο [troxéos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με τα τροχοφόρα: Tροχαία κίνηση / παράβαση. Tροχαίο ατύχημα. Tο τροχαίο υλικό των σιδηροδρό μων. 2. (ως ουσ.) α. (οικ.) ο τροχαίος, αστυνομικός που ρυθμίζει την κίνηση των τροχοφόρων και των πεζών· τροχονόμος. β. Tροχαία, τμήμα της αστυνομίας αρμόδιο για την τροχαία κίνηση. γ. το τροχαίο, ατύχημα από σύγκρουση τροχοφόρων ή τραυματισμός πεζού από τροχοφόρο: Σκοτώθηκε σε τροχαίο.

[λόγ. τροχαί(α < τροχ(ός) -αία, θηλ. του -αίος) (ενν. αστυνομία) -ος (διαφ. το ελνστ. τροχαῖος `που τρέχει΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες