Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροχήλατος
1 εγγραφή
τροχήλατος -η -ο [troxílatos] Ε5 : που κινείται με τροχούς· τροχοφόρος: Tροχήλατο ατμόπλοιο. Tροχήλατο κάθισμα. || (ως ουσ.) το τροχήλατο, τραπέζι που κινείται με ρόδες.

[λόγ. < αρχ. τροχήλατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες