Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροτσκιστής
1 εγγραφή
τροτσκιστής ο [trotskistís] Ο7 θηλ. τροτσκίστρια [trotskístria] Ο27 : οπαδός του τροτσκισμού.

[λόγ. < γαλλ. trotskiste (δες στο τροτσκισμός) (-iste = -ιστής)· λόγ. τροτσκισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες