Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροτέζα
1 εγγραφή
τροτέζα η [trotéza] Ο25α : (οικ.) πόρνη, γυναίκα του δρόμου, του πεζοδρομίου, γυναίκα που κάνει πεζοδρόμιο.

[λόγ.(;) < γαλλ. trotteus(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες